- διῃρημένος
- διαιρέωtake apartperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακερμάτιστος — ἀνακερμάτιστος (Μ) [*ἀνακερματίζω] ο κομμένος, διηρημένος σε μικρά κομμάτια ή τμήματα … Dictionary of Greek
ερεγμός — ἐρεγμός, ὁ (Α) 1. βλ. έρεγμα («ἐρεγμός κυρίως λέγεται ὁ δίχα διηρημένος κύαμος», Ερωτιαν.) 2. βλ. ερυγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , ερειγμός*] … Dictionary of Greek
διαιρούμαι — διαιρούμαι, διαιρέθηκα, διαιρεμένος και διηρημένος βλ. πίν. 77 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ԱՆՋԱՏ — (ի, ից.) NBH 1 0232 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. (ʼի Համ կամ Ըն, Զատ.) διηρήμενος, διαίρετος, ἁπεσπάσμενος, ἁπεσχίσμενος divisus, amotus եւ այլն. Ի բաց զատեալ, որոշեալ, բաժանեալ. զատանելի. բաժանելի. հեռի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)